Ο καθηγητής Ιωάννης Λοϊζίδης απαντάει σε τρία επίκαιρα οικονομικά ερωτήματα, 5 Ιουνίου 2011.

Ο καθηγητής Ιωάννης Λοϊζίδης τοποθετείται σε τρία επίκαιρα οικονομικά θέματα: α) την υστέρηση των φορολογικών εσόδων στον ελληνικό προϋπολογισμό, β) την αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. και γ) τη φημολογούμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Σε ό,τι αφορά την υστέρηση των φορολογικών εσόδων, δηλώνει την αντίθεσή του στη χρήση τεκμαρτού και εξωλογιστικού προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης. Ισχυρίζεται ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στον προληπτικό έλεγχο, ενώ ο απολογιστικός να είναι δειγματοληπτικός, αλλά ενδελεχής και εξονυχιστικός. Μεταξύ άλλων, προτείνει την σύνταξη ενιαίου, απλού και σύγχρονου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, και την εφαρμογή του αναπτυγμένου προγράμματος του TAXIS για την ηλεκτρονική βεβαίωση των τίτλων είσπραξης που προκύπτουν από το φορολογικό έλεγχο.

Επίσης, προβλέπει ότι η αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις που θα διαχυθούν σε ολόκληρη την οικονομία επιβαρύνοντας το κόστος δανεισμού τόσο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, όσο και του δημόσιου τομέα.

Τέλος, ισχυρίζεται ότι κάθε συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι άκαιρη και επικίνδυνη εξυπηρετώντας ιδιοτελείς σκοπούς.


1. Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η σοβαρή υστέρηση (είσπραξης) που παρουσιάζουν τα φορολογικά έσοδα;

Για να αντιμετωπισθεί η σοβαρή υστέρηση που παρουσιάζουν τα φορολογικά έσοδα στη χώρα μας, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν οι βασικές αιτίες που την προκαλούν. Δύο είναι οι βασικές αιτίες: Πρώτον, η μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής (και φοροκλοπής), που έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις στη χώρα μας και, δεύτερον, οφείλεται στην πολυπλοκότητα  των διαδικασιών εφαρμογής και είσπραξης των φόρων, η οποία, με τη σειρά της, γεννά και αναπαραγάγει τη φοροδιαφυγή και φοροκλοπή.

Η ικανότητα των φορολογικών αρχών να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά την τάση των φορολογουμένων για φοροδιαφυγή εξαρτάται από το βαθμό οργάνωσης των φοροτεχνικών υπηρεσιών και την ποιότητα των φοροτεχνικών οργάνων, από το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση και είσπραξη των φόρων, από τη διάρθρωση του φορολογικού συστήματος και από το βαθμό λογιστικής οργάνωσης των οικονομικών υπηρεσιών. Η ικανότητα της φορολογούσας αρχής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή, φυσικά, επηρεάζει και την τάση των φορολογουμένων για φοροδιαφυγή. Είναι προφανές ότι όταν οι φορολογούμενοι αισθάνονται πως το δημόσιο είναι σε θέση να εντοπίσει τη φοροδιαφυγή, η τάση τους για μια τέτοια ενέργεια θα είναι περιορισμένη και αντίστροφα.

Ο έλεγχος της φοροδιαφυγής θα πρέπει να επιδιωχθεί με την καλύτερη οργάνωση, μηχανοργάνωση, εκπαίδευση και ελέγχους των ελεγκτικών οργάνων και όχι με τη χρήση μεθόδων τεκμαρτού και εξωλογιστικού προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης. Η χρησιμοποίηση των τεκμηρίων στη φορολογία εισοδήματος επιβαρύνει ουσιαστικά τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, ενώ η απόδοση σε έσοδα είναι πολύ περιορισμένη και το δημοσιονομικό και κοινωνικό κόστος είναι πολύ μεγάλο. Ανάλογα προβλήματα δημιουργεί και ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, και παραβλάπτει τις σχέσεις της Φορολογικής Διοίκησης και των φορολογουμένων. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να αποδοθεί στον προληπτικό έλεγχο, ώστε να εξασφαλίζεται η έκδοση των σχετικών παραστατικών και ο ακριβής υπολογισμός και απόδοση των φόρων. Αντίθετα, ο απολογιστικός έλεγχος, ο οποίος θα πρέπει να είναι δειγματοληπτικός, αλλά ενδελεχής και εξονυχιστικός, θα λειτουργεί κυρίως ως αποτρεπτικός της φοροδιαφυγής.

Από την άλλη πλευρά, ο βαθμός πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος και οι συνεχείς αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία δεν επιτρέπουν στα φορολογικά όργανα και τους φορολογουμένους να γνωρίζουν πλήρως τι ισχύει κάθε φορά, με συνέπεια η φοροδιαφυγή να οφείλεται πολλές φορές σε άγνοια και όχι σε πρόθεση. Εξάλλου, σε άλλες περιπτώσεις, η πολυπλοκότητα και οι συνεχείς αλλαγές στη νομοθεσία χρησιμοποιούνται από τους φορολογουμένους απλώς ως πρόσχημα για την εκ των υστέρων δικαιολογία ενεργειών που είχαν ως στόχο τη φοροδιαφυγή. Επομένως, η οργάνωση και μηχανοργάνωση των υπηρεσιών, και ο βαθμός επάρκειας και ακεραιότητας των φορολογικών οργάνων αποτελεί επίσης, βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της φοροδιαφυγής και υστέρησης που παρουσιάζουν τα φορολογικά έσοδα.

Μεγάλη χρονική υστέρηση παρουσιάζουν, επίσης, οι διαδικασίες του ελέγχου, της διοικητικής επίλυσης, της βεβαίωσης των φόρων και των προστίμων, οι οποίες διαφοροποιούνται για κάθε φορολογία και σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο η μία φορολογία να παραπέμπεται  σε άλλη για την εφαρμογή.

Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) η σύνταξη ενιαίου και, κατά το δυνατόν, απλού και σύγχρονου Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων, β) η δημιουργία αποτελεσματικού ενεργητικού μηχανισμού είσπραξης δημόσιων εσόδων, γ) η εναρμόνιση των επιβαρύνσεων των φορολογουμένων για καθυστερήσεις ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Δημοσίου προς τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις του Δημοσίου για καθυστερήσεις επιστροφής αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών φόρου, δ) η εγκατάσταση σε κάθε Ελεγκτικό Κέντρο ηλεκτρονικού υπολογιστή και εφαρμογή του ήδη αναπτυγμένου προγράμματος του TAXIS, για την ηλεκτρονική βεβαίωση των τίτλων είσπραξης που προκύπτουν από το φορολογικό έλεγχο,  ε) η ενεργοποίηση της συνδρομής των φορολογικών ελεγκτών στη διαδικασία είσπραξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών και ιδίως όσων προέκυψαν από φορολογικό έλεγχο. Να γίνουν όλες εκείνες οι απαραίτητες ενέργειες από τη Διοίκηση που θα βοηθήσουν στη συνειδητοποίηση του φορολογικού ελεγκτή ότι η απαίτηση που προσδιορίζει υπέρ του Δημοσίου πρέπει να μπορεί και να εισπραχθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι απόψεις αυτές έχουν εκφρασθεί και παλαιότερα στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος της Χώρας.


2. Σε ποιο βαθμό, η αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα επηρεάσει την προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης;

Η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια της αγοράς χρήματος και, κατά συνέπεια, θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που η οικονομική κρίση βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Επειδή τα επιτόκια καθορίζονται πλέον στις παγκοσμιοποιημένες αγορές και διαφοροποιούνται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα κάθε χώρας, η αύξησή τους θα επιβαρύνει το κόστος δανεισμού τόσο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, όσο και του δημόσιου τομέα.

Οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν ακόμη υψηλότερο κόστος άντλησης κεφαλαίων σε σύγκριση με τις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι ο περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού και της ανάληψης επενδυτικών δραστηριοτήτων. Οι δυσμενείς επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων διαχέονται σε όλη την οικονομία με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων χορηγήσεων, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, η άνοδος του επιτοκίου δανεισμού αντανακλά το υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου το οποίο ενσωματώνεται στα επιτόκια αυτά, λόγω του αυξημένου πιστωτικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες.    

Από την άλλη πλευρά, όσο η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεν είναι διατηρήσιμη, οι αγορές θα απαιτούν υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού να αυξάνεται ακόμη περισσότερο και να γίνεται πιο δύσκολη η αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου χρέους. Η συνεχής άνοδος των επιτοκίων θα επιβραδύνει ακόμη περισσότερο το ρυθμό αύξησης του πάγιου κεφαλαίου και, μακροχρόνια, θα οδηγεί σε μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι, από τους τρεις προσδιοριστικούς παράγοντες του ύψους του δημοσίου χρέους προς το Α.Ε.Π., οι δημοσιονομικές αρχές μπορούν να ελέγξουν, εν μέρει, μόνο τον ένα, δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα. Οι άλλοι δύο παράγοντες (δηλαδή το επιτόκιο και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης) δεν ελέγχονται από τις αρχές.  Επομένως, όσο αυξάνονται τα επιτόκια, τόσο περισσότερο θα πρέπει να εντείνονται οι προσπάθειες μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος για να αντισταθμίζεται το αυξημένο κόστος των δαπανών για τόκους. 


3. Αν, τελικά, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της χώρας μας είναι αναπόφευκτη, τι μορφή πρέπει να πάρει και πότε πρέπει να πραγματοποιηθεί ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της;

Θεωρώ ότι η συζήτηση μιας τέτοιας υποθετικής ερώτησης είναι και άκαιρη, και επικίνδυνη. Μάλλον, η συζήτηση που γίνεται και η πλατιά δημοσιότητα που έχει πάρει το θέμα εξυπηρετεί ιδιωφελείς στόχους και σκοπιμότητες. Προδικάζεται η αποτυχία του προγράμματος διάσωσης της Χώρας ενώ ακόμη βρισκόμαστε στη αρχή της εφαρμογής του;


Ο Ιωάννης Λοϊζίδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι επικεντρωμένα στα οικονομικά του δημόσιου τομέα.

 

Δημοσιεύτηκε στην οικονομική εφημερίδα «ΕΞΠΡΕΣ» στις 5 Ιουνίου 2011:
http://www.express.gr/news/finance/480341oz_20110606480341.php3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου