Του πρώην υπουργού Εργασίας Τάσου Γιαννίτση, Απρίλιος 2016.



















Τάσος Γιαννίτσης

–  Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
–  Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου στα «Ελληνικά Πετρέλαια» την περίοδο 2010 – 2011.
–  Υπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων την περίοδο 2000 – 2001.
–  Διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού την περίοδο 1994 – 2000.
– Μέλος της Οικονομικής Επιτροπής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) την περίοδο 1993 – 2000.



«Σημαντικό λάθος», με «πολύ σοβαρές προεκτάσεις» χαρακτηρίζει ο Τάσος Γιαννίτσης την επιλογή των δανειστών για «τεράστια» δημοσιονομική προσαρμογή «μέσα σε εξαιρετικά συντετμημένο διάστημα». «Θηριώδη και άνιση» εκτιμά και την αύξηση της φορολογίας, μέσω της οποίας –όπως αναφέρει– «η ελληνική πολιτική επέλεξε να κάνει τον βασικό όγκο της προσαρμογής». Συγκεκριμένα, για τον ΕΝΦΙΑ –«έναν κατά τα άλλα σωστό φόρο, που θα έπρεπε να είχε καθιερωθεί δεκαετίες πριν»–, παρατηρεί ότι «υπήρξαν τεράστιες ασυμμετρίες, προχειρολογίες και αρνητικές επιπτώσεις με το πώς εφαρμόστηκε». «Σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ήταν οικονομικά ορθό» κρίνει ότι έγινε η μείωση των μισθών «κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα», θεωρώντας ότι και η ευελιξία στην ελληνική αγορά εργασίας πήρε «υπερβολικές μορφές». Ως «βασικό παράγοντα της αποσταθεροποίησης και της κρίσης που περνάει η χώρα» προσδιορίζει το συνταξιοδοτικό. «Χρειάζονται όσα δεν έγιναν εδώ και πολλά χρόνια» δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων. «Ένα εξαιρετικά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απολαμβάνει συντάξεις από τα 50 χρόνια του ή και πιο πριν, που τις πληρώνουν σήμερα οι νεότερες ηλικίες, ακόμα και οι άνεργοι» διαπιστώνει μεταξύ άλλων ο άνθρωπος που το 2001 είχε προσπαθήσει να βάλει φρένο σε αυτές τις πρακτικές. Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών εκτιμά ότι το Ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται ακόμα «πολύ μακριά» από μια βιώσιμη έξοδο στις αγορές, ενώ χαρακτηρίζει «στοιχείο-κλειδί» για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους τη μεγέθυνση. Για την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της ανεργίας, προτείνει επενδύσεις, βαθιά μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και επαφή με τις σύγχρονες γνώσεις, τεχνολογίες, καινοτομίες, οργανωτικά σχήματα στον χώρο της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας, «δημιουργική καταστροφή» της κρατικής μηχανής και απάλειψη της εκτεταμένης διαφθοράς στο κρατικό σύστημα.



·  Η χρεοκοπία της Ελλάδας


Ποιοι είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν την Ελλάδα το 2010 στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας;

Υπάρχουν βραχυπρόθεσμοι και μεσο-μακροπρόθεσμοι λόγοι:
Βραχυπρόθεσμα είχαμε: α) την εκτόξευση των δημόσιων δαπανών και των ελλειμμάτων μετά το 2006, που έφτασαν το 2009 σε πρωτόγνωρα επίπεδα, β) τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, που υποδηλώνουν θεμελιακές αδυναμίες της οικονομίας, γ) μια πολύ χαλαρή πολιτική σε κάθε τομέα: νομισματικό, δημοσιονομικό, εισοδηματικό. Σε συνδυασμό με την κρίση, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε προς τα πάνω, στο 129% του ΑΕΠ (από 110% περίπου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000), ενώ η οικονομία και το ΑΕΠ άρχισαν να περνάνε σε ύφεση ήδη από το 2008. Ένας πρόσθετος παράγοντας ήταν η άρνηση να δούμε έγκαιρα ότι επέρχεται κρίση και ότι μια οικονομία όπως η ελληνική δεν ήταν το τέρας της δύναμης που θα μπορούσε να προχωρήσει με την αδράνεια ή και με πολιτικές που βαθαίνουν την κρίση.
Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είχαμε τη στήριξη της μεγέθυνσης σε αυξανόμενο εξωτερικό δανεισμό, σε σημείο που για να αυξάνεται το ΑΕΠ μια μονάδα έπρεπε να αυξηθεί ο δανεισμός 1,5 μονάδα περίπου. Οι πολιτικές επικεντρώθηκαν στη διαχείριση χρηματοοικονομικών μεγεθών και σχέσεων, στην εξυπηρέτηση πελατειακών δικτύων, ενώ πολιτικές για επενδύσεις και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, με νέες μορφές παραγωγής, τεχνολογίες, γνώσεις και μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας αγνοήθηκαν πλήρως. Το ασφαλιστικό αφέθηκε να πάρει καταστροφικές λειτουργίες. Τα αθροιστικά ελλείμματά του μεταξύ 2006 (ή και 2000) και 2009 αντιπροσώπευαν 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αντίστοιχο μέγεθος της διόγκωσης του χρέους στην ίδια περίοδο (από 160 δισεκ. ευρώ το 2000 σε 297 δισεκ. ευρώ το 2009). Η κρίση θα ήταν πολύ πιο ελέγξιμη χωρίς αυτές τις εξελίξεις. Ακόμα και τον υπερβολικό δανεισμό που μας παρείχαν οι διεθνείς τράπεζες για πολλά χρόνια, θα έπρεπε να έχουμε τη στοιχειώδη εξυπνάδα και την ιστορική γνώση να τον αποφύγουμε και όχι να πέσουμε με δύναμη επάνω του. Από χρόνια ήταν γνωστό ότι θα έρθει ένας τερατώδης λογαριασμός, αλλά αδιαφορούσαμε. Ποιος αδιαφόρησε, βέβαια, είναι μια μεγάλη συζήτηση. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν δικής μας κατασκευής.

Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις του Τόπου, αλλά και μία μειονότητα των αναλυτών, υποστήριξαν ότι θα ήταν πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα μια εθελούσια αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους από την προσφυγή της στον μηχανισμό στήριξης τον Μάιο του 2010. Με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο τότε να δηλώναμε ευθαρσώς ότι αδυνατούμε να ικανοποιήσουμε το σύνολο των υποχρεώσεών μας στους πιστωτές μας, καλώντας τους σε διαπραγματεύσεις για το ακριβές ποσοστό αποπληρωμής. Συμμερίζεστε την άποψη αυτή;

Για την Ελλάδα, θα ήταν πάντα συμφέρουσα η συνεχής διαπραγμάτευση με τους εκάστοτε δανειστές της για διαγραφή του εκάστοτε χρέους. Ποιος θα το αρνούνταν αυτό, αλλά και πού να το βρει κανείς στον κόσμο αυτό; Το ερώτημα είναι αν και η άλλη πλευρά δέχεται μια τέτοια διαδικασία. Το 2010 θα ήταν πράγματι σημαντικό –για την Ελλάδα, ίσως και τους δανειστές– να είχε συμφωνηθεί μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κανείς δανειστής, όμως, δεν έδειξε να δέχεται μια τέτοια εξέλιξη. Οι επιπτώσεις γι’ αυτούς θα ήταν πολλαπλές και σημαντικές, ενώ, επιπλέον, δεν υπήρχε εικόνα του μεγέθους του προβλήματος. Στην περίπτωση αυτή, μια ελληνική δήλωση πτώχευσης θα ήταν μονομερής και οι συνέπειες απρόβλεπτες και δυσβάστακτες για την ελληνική κοινωνία. Ουσιαστικά, θα ήταν και κίνηση αποχώρησης από το ευρώ και πτώχευσης a la Argentina ή άλλων τριτοκοσμικών χωρών. Άλλο να προχωράς μονομερώς και άλλο με διαπραγμάτευση που να είναι αποδεκτή. Επιπλέον, κανείς τότε δεν προέβλεπε την πορεία που ακολούθησε η χώρα μέχρι σήμερα. Η πορεία αυτή όμως, όπως και οι εξελίξεις που τη συνόδεψαν, καθορίστηκαν, αφενός, από τις πολιτικές που επιβλήθηκαν στη χώρα, και, αφετέρου, και νομίζω ακόμα περισσότερο, από τον τρόπο που αυτές εφαρμόστηκαν ή δεν εφαρμόστηκαν από εμάς. Καθορίστηκαν, επίσης, από τις πολιτικές επιλογές που έγιναν στο εσωτερικό μας για το πώς θα διαχειριστούμε την κρίση. Διαφορετικές επιλογές θα είχαν διαφορετικές επιδράσεις στη δυναμική του ελληνικού χρέους, της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, του πολιτικού σκηνικού και της εξόδου από την κρίση.



·  Οι πολιτικές των Μνημονίων


Η κριτική που ασκήθηκε στα Μνημόνια αφορούσε περισσότερο την υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα. Ο στόχος για άμεση παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος μπορούσε να είχε επιτευχθεί διαφορετικά;

Τα Μνημόνια όριζαν τη δημοσιονομική προσαρμογή που έπρεπε να επιτευχθεί, όχι και τα εργαλεία πολιτικής. Εφαρμόστηκε μια πολιτική προσαρμογής όχι απλώς εμπροσθοβαρής (front-loaded) αλλά τύπου Big Bang στην τρέχουσα ορολογία, δηλαδή μια τεράστια προσαρμογή μέσα σε εξαιρετικά συντετμημένο διάστημα. Αυτό ήταν σημαντικό λάθος, είχε πολύ σοβαρές προεκτάσεις και ήταν καθαρά επιλογή των δανειστών. Πέραν από αυτό όμως, ενώ βασικός παράγοντας της εκτόξευσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών ήταν η μεγάλη αύξηση των δαπανών στα χρόνια πριν την κρίση (συμβολή τους κατά 80% περίπου στην αύξηση της σχέσης ελλείμματος/ΑΕΠ), η ελληνική πολιτική επέλεξε να κάνει τον βασικό όγκο της προσαρμογής με αύξηση της σχέσης των φορολογικών εσόδων/ΑΕΠ μετά το 2009. Αντίθετα, η μείωση της σχέσης δημοσιονομικές δαπάνες/ΑΕΠ μετά το 2009 συνέβαλε λιγότερο από 20% στη μείωση του ελλείμματος/ΑΕΠ. Η αύξηση της φορολογίας ήταν θηριώδης και άνιση. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ή δημοσιονομικής ισορροπίας θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί με ένα πιο ισόρροπο μείγμα πολιτικής μεταξύ δαπανών και φορολογίας. Επιπλέον, η αύξηση της φορολογίας όφειλε να γίνει κυρίως με πραγματικές πολιτικές ενάντια στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή ή τα θεσμοθετημένα προνομιακά φορολογικά καθεστώτα (π.χ. αγροτικό εισόδημα) και όχι με πρόσθετη επιβάρυνση των συνεπών φορολογούμενων, οδηγώντας σε ασφυξία την οικονομία συνολικά.

Ποια μέτρα μπορούν να εφαρμοστούν στη χώρα μας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την ένταξη της παραοοικονομίας στην επίσημη οικονομία;

Δεν λείπει η γνώση για μέτρα. Λείπει η βούληση για εφαρμογή κοινών κανόνων φορολόγησης μεταξύ των ελλήνων πολιτών σύμφωνα με το Σύνταγμα, για συρρίκνωση της παραοικονομίας και για μια πολιτική που θα είναι απόλυτα επικεντρωμένη στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Η Ελλάδα είναι σήμερα η πέμπτη χώρα στην Ε.Ε. με την υψηλότερη φορολόγηση των ακινήτων, μέσω κυρίως του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Θεωρείτε αναγκαίο κακό τη φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας των ελλήνων πολιτών;

Ο φόρος ακίνητης περιουσίας αντιπροσωπεύει σήμερα γύρω στο 1,7% του ΑΕΠ και κατατάσσει, πράγματι, την Ελλάδα στην πρώτη πεντάδα χωρών της Ε.Ε. με την υψηλότερη αντίστοιχη φορολογία. Ένας φόρος περιουσίας είναι δίκαιος και αναγκαίος, όμως πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη τις συνθήκες κρίσης της χώρας, το πάγωμα των συναλλαγών σε ακίνητα, την ανάγκη να μην εξαιρούνται προνομιακά ειδικές κατηγορίες ακίνητης περιουσίας, το ότι τα εισοδήματα έχουν μειωθεί δραστικά, το ότι –λόγω δανεισμού– η καθαρή αξία της ακίνητης περιουσίας είναι πολύ μικρότερη από την ακαθάριστη, τη διαφορετική κατανομή εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, και κυρίως ότι οι χαμηλές εισοδηματικές ομάδες έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ακίνητης περιουσίας, καθώς και τις ευρύτερες επιπτώσεις από τη φορολογία ακινήτων. Προκειμένου να διατηρηθεί το μοντέλο της προσαρμογής μέσω φόρων και όχι δαπανών, υπήρξαν τεράστιες ασυμμετρίες, προχειρολογίες και αρνητικές επιπτώσεις με το πώς εφαρμόστηκε ένας κατά τα άλλα σωστός φόρος, που θα έπρεπε να είχε καθιερωθεί δεκαετίες πριν.

Πόσο μακριά είναι ακόμα το Ελληνικό Δημόσιο από μία βιώσιμη έξοδο στις αγορές;

Όσο μακριά είναι από την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, έλεγχο των δημοσιονομικών μεγεθών, σταθερότητα και εμπιστοσύνη στους επενδυτές, στους παραγωγούς και στην κοινωνία. Δηλαδή, πολύ μακριά.



·  Τραπεζικό Σύστημα


Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2015 –παρά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων από τα μέσα του έτους– έφυγαν από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα 37 δισεκατομμύρια ευρώ – τα περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά από το 2009. Εκτιμάτε ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορούν να επιστρέψουν;

Ένα τμήμα του ποσού αυτού δαπανάται για κατανάλωση, εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων και στήριξη επιχειρηματικών λειτουργιών. Όμως, ελάχιστη επιστροφή θα υπάρξει, όσο πλανάται η αίσθηση νέων αδιεξόδων και αποτυχιών. Ο κόσμος δεν απέσυρε τις αποταμιεύσεις του για να κερδοσκοπήσει. Τις απέσυρε για να τις διασφαλίσει. Και όσο μπορεί να τις έχει σε μορφές που θα πιστεύει ότι κινδυνεύουν σχετικά λιγότερο από τις καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα, θα τις κρατάει σε ρευστό ή σε άλλες μορφές.

Το Ελληνικό Δημόσιο έχασε τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ που τοποθέτησε στην ανακεφαλαιοποίηση του 2013, λόγω της κατάρρευσης των χρηματιστηριακών τιμών των ελληνικών τραπεζών. Τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων που τοποθετήθηκαν στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015 μπορούν να έχουν διαφορετική τύχη; 

Αυτό θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσουμε για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την αποκατάσταση μιας εμπιστοσύνης και τις πολιτικές προσαρμογής, ανάπτυξης και επενδύσεων που ακολουθούμε. Η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση δεν ήταν ουρανοκατέβατη. Ήταν αποτέλεσμα των παραγόντων και των πολιτικών που επηρέασαν την πορεία των τραπεζών, ήταν δηλαδή αποτέλεσμα του πώς πορευτήκαμε.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (για περισσότερες από 90 ημέρες) στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξεπερνούν πλέον τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, ισοδύναμα το 50% του συνόλου των δανείων – όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στον αναπτυγμένο κόσμο είναι μόλις στο 5%. Ποια λύση κρίνετε ως καταλληλότερη για τον γόρδιο δεσμό των «κόκκινων» δανείων;

Κάθε λύση που βλέπει με ρεαλισμό και με ορίζοντα πενταετίας την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υπάρχει ΜΙΑ λύση. Όμως, όποια λύση δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή, αν, επειδή σήμερα είναι αρεστή, οδηγεί αύριο σε επιδείνωση. Μια τέτοια επιδείνωση αγγίζει όλη την οικονομία, τις προοπτικές της, την απασχόληση, τη φτώχεια. Σημασία έχει να πάψουμε να ισορροπούμε σε συνεχώς χαμηλότερο επίπεδο, να μην κινούμαστε συνεχώς στην τροχιά της επιδείνωσης, που και αυτή μας ωθεί όλο και πιο χαμηλά.



·  Οικονομική Ανάπτυξη


Σε ποιους τομείς η Ελλάδα μπορεί να επιδείξει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των υπόλοιπων οικονομιών, ώστε η ανάπτυξη να μη βασιστεί πάλι σε εγχώρια κατανάλωση τροφοδοτούμενη από δανεισμό αλλά σε εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών;

Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σε τέτοια ερωτήματα. Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι τα πιο σημαντικά και δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα οικοδομούνται και δεν είναι δοσμένα εξ ουρανού. Ακόμα και για εγχώρια κατανάλωση, πρέπει να έχει κανείς συγκριτικά πλεονεκτήματα, διαφορετικά ανθούν οι εισαγωγές. Αυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα είναι να εμπεδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που ενσωματώνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους σύγχρονους μηχανισμούς παραγωγής μεγέθυνσης. Για μια χώρα που δεν θέλει να έχει χαμηλούς μισθούς και εισοδήματα, οι μηχανισμοί αυτοί είναι η καινοτομία, ένα αποτελεσματικό κράτος, χωρίς την έκταση της διαφθοράς που κυριαρχεί, με πρόσωπα που έχουν αίσθημα ευθύνης για το εθνικό συμφέρον, οι πολιτικές ενίσχυσης της σοβαρής επιχειρηματικότητας, πολιτικές έτοιμες να "αρπάξουν" νέες ευκαιρίες που αναδεικνύονται, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, αντιλήψεις προσαρμοσμένες στο περιβάλλον μέσα στο οποίο κανείς κινείται, ισχυρές δομές επιχείρησης, έλεγχος της κρατικής σπατάλης πόρων, αναγκαίες επενδύσεις υποδομής, ποιότητα στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, συνέπεια, εμπιστοσύνη και τόλμη στην ανάληψη ρίσκων. Μέσα στην κρίση έχουν αναδειχθεί ενδιαφέρουσες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όχι όμως σε κλίμακα που να επηρεάζει ουσιαστικά το μακροοικονομικό επίπεδο.



·  Αγορά Εργασίας


Εκτός από την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ποια άλλα μέτρα πρέπει να ληφθούν για τον περιορισμό της ανεργίας, η οποία επισήμως καταγράφεται σε ποσοστά κοντά στο 25% του εργατικού δυναμικού;

Επενδύσεις, βαθιά μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και επαφή με τις σύγχρονες γνώσεις, τεχνολογίες, καινοτομίες, οργανωτικά σχήματα στον χώρο της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας, «δημιουργική καταστροφή» της κρατικής μηχανής μας, απάλειψη της εκτεταμένης διαφθοράς στο κρατικό σύστημα και του αφανούς «φόρου διαφθοράς», που καλούνται να καταβάλουν επιχειρήσεις και ιδιώτες στις συναλλαγές τους με το κράτος, είτε στην υγεία είτε στην εκπαίδευση είτε στις παραγωγικές πρωτοβουλίες είτε στο ασφαλιστικό σύστημα είτε στις επιλογές πολιτικής που γίνονται. Είναι κοντά στους παράγοντες που προανέφερα και που, αν συντρέξουν, θα δημιουργήσουν και μεγέθυνση.

Συμφωνείτε με τη μείωση του κατώτατου μισθού και τις πολιτικές ενίσχυσης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας;

Θεωρώ ότι οι μισθοί είχαν γίνει παράγοντας αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής ισορροπίας, αλλά –κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα– μειώθηκαν σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ήταν οικονομικά ορθό. Όμως, αν η οικονομία μας αδυνατεί να παράγει με τρόπο που να οδηγεί σε όλο και καλύτερες αμοιβές, οι μισθοί δεν θα ανέβουν, ό,τι και αν αποφασίζεται. Και η ευελιξία στην αγορά εργασίας πήρε υπερβολικές μορφές. Ωστόσο, πολλές επιχειρήσεις μείωσαν τους μισθούς αρκετά λιγότερο από όσο επιτρεπόταν –ορισμένες και καθόλου– ή δεν χρησιμοποίησαν καν τις ευελιξίες που θεσμοθετήθηκαν. Άλλες, που δεν άντεχαν, έκλεισαν πλήρως. Το λεπτό ερώτημα, πάντα, είναι ποιες αλλαγές είναι σκόπιμες για να μπορεί η χώρα να διατηρεί τη σχετική θέση της. Μια απάντηση για τους μισθούς είναι συνάρτηση και της απάντησης για το τι πολιτικές ακολουθούνται, ώστε να ανεβαίνουν οι μισθοί και η απασχόληση, να συρρικνωθεί η μαύρη εργασία, να ισχυροποιούνται επιχειρηματικές δραστηριότητες με οργανωμένο σύστημα αμοιβών και συνθηκών εργασίας και πολλά άλλα. Η κυριαρχία και η αποθέωση των μικρομεσαίων μονάδων δημιούργησε έναν παραγωγικό ιστό που ούτε τους ίδιους μισθούς ούτε τις ίδιες μορφές προστασίας δικαιωμάτων των εργαζόμενων ούτε την ίδια ανθεκτικότητα στον ανταγωνισμό ούτε τις ίδιες δυνατότητες μεγέθυνσης εξασφαλίζει, όπως οι κάπως μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες που έχουμε στη χώρα.



·  Ασφαλιστικό Σύστημα


Με βάση την ισχύουσα κοινοτική οδηγία, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. απαγορεύεται να καταγράψουν αύξηση πάνω από 2,5% του ΑΕΠ σε σχέση με τα επίπεδα του 2009 – το 2009, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν στο 13,6% του ΑΕΠ. Ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στο ασφαλιστικό μας σύστημα, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος διατήρησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης κάτω από το 16% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια;

Το 2009, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 14,2%. Το 2014 ήταν 16,4%. Το 2000 ήταν 10,6%. Η κρατική χρηματοδότηση ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 5,2% το 2000 σε 10,4% το 2012, για να μειωθεί στο 9,5% το 2014, λόγω των περικοπών στις συντάξεις. Ένα εξαιρετικά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απολαμβάνει συντάξεις από τα 50 χρόνια του ή και πιο πριν, που τις πληρώνουν σήμερα οι νεότερες ηλικίες, ακόμα και οι άνεργοι. Το συνταξιοδοτικό είναι βασικός παράγοντας της αποσταθεροποίησης και της κρίσης που περνάει η χώρα. Είναι τόσα πολλά αυτά που χρειάζεται να γίνουν, ώστε δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ. Επιγραμματικά: Χρειάζονται όσα δεν έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο μου, με τίτλο «Το Ασφαλιστικό και η Κρίση», αναφέρομαι σε πολλά από τα ζητήματα αυτά.



·  Δημόσιο Χρέος


Το 2016, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει το ιλιγγιώδες 180% του ΑΕΠ. Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μιας χώρας εξαρτάται περισσότερο από το μέγεθός του ή από τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησής του;

Θεωρώ ότι ένα τέτοιο χρέος δεν είναι βιώσιμο, με την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η αποπληρωμή του. Βέβαια, αν συμφωνηθούν χαμηλά επίπεδα εξυπηρέτησης, το πρόβλημα αμβλύνεται. Όμως, και πάλι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα για την οικονομία και την κοινωνία. Χρειάζεται λύση. Επίσης, οι δύο διαστάσεις που αναφέρατε πρέπει να συμπληρωθούν από το τι πολιτικές αναπτύσσονται στη χώρα για να πετύχουμε μεγέθυνση. Αυτό είναι το στοιχείο-κλειδί της βιωσιμότητας. Ακόμα και χαμηλότερο ύψος χρέους/ΑΕΠ και χαμηλό επίπεδο εξυπηρέτησης δεν είναι βιώσιμα, αν είμαστε ανίκανοι να πετύχουμε μεγέθυνση και αυτή καταρρέει.

Για ποιον λόγο δεν έχουμε ακόμα τα επιθυμητά οφέλη από το μέτωπο της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου;

Γιατί πολλά χρόνια τώρα, πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, για να μην πω για δυο αιώνες, η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου γινόταν για να ωφεληθούν ιδιοτελείς στόχοι και πελατειακές πρακτικές και όχι η ανάπτυξη της χώρας.



·  Οι πολιτικές της Ευρωζώνης


Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που υπογράφηκε το 2012 μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. κατακρίνεται για εμμονή στη λιτότητα και έλλειψη αναπτυξιακών πολιτικών. Εσείς τι γνώμη έχετε για το περιεχόμενό του;  

Μην θεωρούμε ότι η Ευρώπη υποφέρει από όσα υποφέρει η Ελλάδα. Σίγουρα, η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική έχει επικριθεί από διάφορες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως και ευρύτερα, και πιθανότατα μια πιο χαλαρή πολιτική θα είχε θετικές επιπτώσεις στη μεγέθυνση σε αυτές. Όμως, ήδη η ευρωπαϊκή πολιτική έχει χαλαρώσει, ιδιαίτερα έντονα στο νομισματικό πεδίο, αλλά και στο δημοσιονομικό – αν και λιγότερο. Από την άλλη πλευρά, έχει επισημανθεί ότι η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από χαμηλές επενδυτικές ευκαιρίες και τον κίνδυνο διαρθρωτικής στασιμότητας (secular stagnation). Το ότι χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες έχουν σημαντικό πρόβλημα δεν είναι απλώς συνέπεια μιας περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Έχει βαθύτερα αίτια, που σχετίζονται με την ικανότητά τους να δημιουργήσουν συνθήκες ανάπτυξης στον σύγχρονο κόσμο και στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτά δεν λύνονται με κεϋνσιανές πολιτικές. Χρειάζεται ο Σουμπέτερ (σ.σ.: ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, αυστριακός οικονομολόγος, περισσότερο γνωστός για τη θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής»). Δεν είμαστε πια μόνοι. Άλλοι δουλεύουν σαν σκυλιά, για να ανεβάσουν το επίπεδο ζωής τους, και αυτό ανατρέπει δραματικά τις κυρίαρχες ισορροπίες. Κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες, η επιτυχία είναι μια σύνθετη και δύσκολη συνταγή, απαιτεί διαφορετικές αντιλήψεις στην κοινωνία και την πολιτική και δεν θα διασφαλιστεί από τα πρωτόγονα στερεότυπα που κυκλοφορούν στο πολιτικό σκηνικό και στα τηλεπαράθυρά μας. Το γεγονός ότι σε όλη την Ευρώπη η μεγέθυνση την τελευταία δεκαπενταετία συνδέθηκε με μια σημαντική αύξηση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ και ότι η Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή την Ασία χάνει έδαφος, υποδηλώνει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, για τα οποία οι απαντήσεις είναι πολύ πιο σοβαρές από αυτές που δίνουν ανίδεα πρόσωπα. Και τέτοιες απαντήσεις πρέπει να βρεθούν, γιατί τα προβλήματα διογκώνονται.

Πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι το θεμελιώδες πρόβλημα λειτουργίας της Ευρωζώνης απορρέει από τη διαφορά ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών του Βορρά και των χωρών του Νότου. Είναι ποτέ δυνατόν, στο μέλλον, να τεθούν όρια στο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των βόρειων χωρών της Ευρωζώνης (όπως είχε προτείνει κάποτε ο John Maynard Keynes) ή να δρομολογηθεί μία σημαντική μεταβίβαση πόρων από το Βορρά στο Νότο, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή ανακύκλωση των πλεονασμάτων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης;

Οπωσδήποτε, η διαφορά αυτή είναι καθοριστική για τις ανισορροπίες, την κρίση, τις τάσεις απόκλισης μεταξύ των μελών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης στη διάρκεια της κρίσης. Όμως, έχει άλλη μια όψη. Απορρέει και από τον αποτυχημένο τρόπο λειτουργίας σε εθνικό επίπεδο, που σε διαφορετικό βαθμό χαρακτηρίζει πολλές χώρες. Ακόμα και αν επιβάλλονταν τέτοιοι περιορισμοί ή ρυθμίσεις, η εξέλιξη χωρών όπως η Ελλάδα δεν θα διασφαλιζόταν. Πρέπει να δούμε τι χρειάζεται να κάνουμε εμείς για εμάς, τη χώρα, την κοινωνία μας. Αν δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα εκτός από όσα μας οδήγησαν στην κατάρρευση, θα μπαίνουμε ακόμα πιο βαθιά στο αδιέξοδο. Η ανταγωνιστικότητα, και ιδίως το τι παράγει μια χώρα και ποια η θέση της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, είναι το πιο διαρθρωτικό στοιχείο της οικονομίας της. Δεν λύνεται με μεταβιβάσεις, δεν λύνεται με δάνεια και χρέη ή πρόσθετη εξάρτηση από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτά τα είχαμε σε υπερβολικό βαθμό για πολλά χρόνια, και γι’ αυτό φτάσαμε εκεί που φτάσαμε. Η κατανόηση των αδυναμιών μας, της σημασίας της αυτογνωσίας και των ορίων της παραπλάνησης, και η απόφαση ότι η υπέρβαση της σημερινής κρίσης απαιτεί οδυνηρές επιλογές είναι θεμελιώδης όρος επιτυχίας.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «University Press» τον Απρίλιο του 2016:

Μέρος της δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα Bankingnews.gr στις 31 Μαρτίου 2016:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου