Σεμινάριο Jean Monnet 2016 (β΄ μέρος)


«Γενεσιουργό παράγοντα της κρίσης» χαρακτήρισε το ασφαλιστικό ο Τάσος Γιαννίτσης στην ομιλία του: «Το Ασφαλιστικό και η Ελληνική Κρίση». «Είναι λάθος να λέει κανείς –και θα το ακούτε πολύ συχνά– ότι, αν περάσει η κρίση, θα ξεπεραστεί και το πρόβλημα του ασφαλιστικού» υπογράμμισε με νόημα. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο πρώην υπουργός Εργασίας παρέθεσε τα εξής αποκαλυπτικά στοιχεία: Οι συνολικές κρατικές δαπάνες για το ασφαλιστικό σύστημα αντιπροσώπευαν το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2006-2009 (σ.σ.: όταν έλαβε χώρα ο μεγάλος δημοσιονομικός εκτροχιασμός). Παρομοίως, στην κρατική χρηματοδότηση για τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων οφειλόταν το 84% περίπου της αύξησης του δημοσίου χρέους την περίοδο 2000-2009. Συνταρακτική είναι και η διαπίστωση ότι οι κρατικές επιδοτήσεις την τελευταία δεκαετία ήταν το 120% με 240% των ασφαλιστικών εισφορών. «Δηλαδή, το κράτος δεν χρηματοδότησε απλώς το ασφαλιστικό, αλλά για πολλά χρόνια διέθετε πόρους που ξεπερνούσαν σημαντικά τα ετήσια έσοδά του από εισφορές» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.




Περιγράφοντας το πρόβλημα, ο κύριος Γιαννίτσης έκανε ειδική μνεία στην ανατροπή της σχέσης «εργαζόμενοι προς συνταξιούχους» (από 1,77 εργαζόμενοι προς έναν συνταξιούχο πριν από την κρίση, στο 1,27 σήμερα, ενώ «μια υγιής σχέση είναι από 2,5 τουλάχιστον και πάνω») και της σχέσης «εισοδήματα από συντάξεις προς εισοδήματα από εργασία κάθε μορφής» (από 42% πριν από την κρίση, σε 67% το 2014). Επίσης, εστίασε στη μαζική απονομή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε ομάδες που είχαν ελάχιστη συνεισφορά στο ασφαλιστικό σύστημα, στη μεγάλη αύξηση του αριθμού όσων αξιοποίησαν τις διατάξεις για πρόωρη συνταξιοδότηση, στον μεγάλο βαθμό αναπλήρωσης των συντάξεων πριν από την κρίση (100-110% για πολλές κατηγορίες εργαζομένων) και σε άλλους παράγοντες, όπως η δημογραφική γήρανση, η εισφοροδιαφυγή και η αναποτελεσματική διαχείριση των πόρων του ασφαλιστικού συστήματος.

Ο πόλεμος των γενεών

800 με 850 χιλιάδες νέοι συνταξιούχοι προστέθηκαν μέσα στην επταετία 2008-2015. 400 χιλιάδες την περίοδο 2008-2012, τουλάχιστον άλλες 150 χιλιάδες την περίοδο 2012-2015. Ενώ, «απ’ ό,τι έχει διαβάσει κανείς στον Τύπο – δεν είμαι σε θέση να το εξακριβώσω, αλλά έχει αναφερθεί πολλές φορές», 300 χιλιάδες περίπου είναι οι αιτήσεις για συντάξεις που εκκρεμούν στα ταμεία.

«Ο πόλεμος των γενεών είναι ήδη ορατός» συμπέρανε ο ομιλητής αποτιμώντας όλη αυτήν την κατάσταση. «Δεν λέω ότι σκοτωνόμαστε, αλλά εννοώ ότι ξεπεράσαμε το σημείο που μπορούσαμε με βαθμιαίες παρεμβάσεις να βελτιώσουμε τις προοπτικές του ασφαλιστικού» εξήγησε. «Και όσο είναι σήμερα στόχος η αποτροπή κάθε νέας περικοπής, όσοι εργάζονται καλούνται να θυσιάσουν πολύ περισσότερα από όσα θυσίασαν οι παλαιότεροι» διαπίστωσε.




Σε ερώτηση της Οικονομικής για το αν μπορεί να προσδιοριστεί ένα βέλτιστο ποσοστό συνταξιοδοτικής δαπάνης ως προς το ΑΕΠ, απάντησε ως εξής: «Δεν θα αποτολμούσα να μιλήσω για βέλτιστο ποσοστό. Γιατί το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ είναι ένα μέγεθος. Άλλες παράμετροι είναι ποιος το πληρώνει, ποια είναι η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους κ.ο.κ. Ένα ποσοστό συνταξιοδοτικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ 8% είναι παράδεισος, εάν η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι 3 προς 1, και είναι κόλαση, εάν είναι 1 προς 1».

Το αδιέξοδο και η λύση

«Εξωπραγματικό με τα σημερινά δεδομένα» χαρακτήρισε μεταξύ άλλων τον όρο «υπέρβαση της κρίσης του ασφαλιστικού». Όπως ανέφερε επί λέξει ο πρώην υπουργός Εργασίας, «το ασφαλιστικό έχει φτάσει σε ένα σημείο που κάθε απόπειρα για βελτίωση μόνο με τα εργαλεία του ίδιου του ασφαλιστικού –αλλαγή στις συντάξεις, στον χρόνο που παίρνει κανείς σύνταξη, στο ποσοστό αναπλήρωσης κ.ο.κ.– είναι αδιέξοδη και οδηγεί σε νέες περικοπές». «Δηλαδή, αν θέλει κανείς να το λύσει μόνο με αυτά τα εργαλεία, δεν υπάρχει περίπτωση» ξεκαθάρισε. «Πολλές αλλαγές είναι αναγκαίες και χρήσιμες μέσα στη λογική του ασφαλιστικού, αλλά από μόνες τους δεν θα αποκαταστήσουν την ισορροπία» προέβλεψε, ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας του εκτίμησε ως «αναπότρεπτη» τη «θεσμοθέτηση μιας κεφαλαιοποιητικής διάστασης» στο σύστημα.

«Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης αποτελεί το πιο θεμελιακό στοιχείο σήμερα –πολύ περισσότερο απ’ ό,τι δύο ή πέντε χρόνια πριν– για την αντιμετώπιση του προβλήματος» κατέληξε συμπερασματικά. «Χωρίς αυτό να σημαίνει», όμως, «ότι [αυτή η επιστροφή] θα δημιουργήσει συνθήκες επιστροφής σε πρακτικές που δημιούργησαν την κρίση».



«Τη λαϊκιστική προσέγγιση των περιορισμένων παραμετρικών αλλαγών, “για να βγάλουμε πέρα και αυτήν τη χρονιά”, επιλέγει η σημερινή κυβέρνηση», ενώ «το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του καλοκαιριού του 2015 τής έδινε την ευκαιρία όχι μόνο να υπερκεράσει τις απαιτήσεις της τρόικας, αλλά κυρίως να λύσει οριστικά ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα» ισχυρίστηκε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος στην ομιλία του: «Η Εναλλακτική Πρόταση για την Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση».

Η παράδοση της Μεταπολίτευσης

«Η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει την παράδοση της Μεταπολίτευσης. Αυξάνει τις ασφαλιστικές εισφορές, για να μην αναγκαστεί να μειώσει τις συντάξεις» διαπίστωσε με απογοήτευση ο πρώην διοικητής του ΙΚΑ. «Θα ανακαλύψει σύντομα την αναποτελεσματικότητα του μέτρου αυτού και θα αναγκαστεί να μειώσει τις συντάξεις για δέκατη τρίτη φορά στην περίοδο των Μνημονίων. Το ίδιο θα συμβεί και την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά, και για όσα χρόνια συνεχίζεται η ύφεση» προέβλεψε.

Αδιέξοδη και μυωπική πολιτική

«Οι παραμετρικές μεταρρυθμίσεις αντικατοπτρίζουν την αδιέξοδη και μυωπική πολιτική που έχει έναν μόνο στόχο: να δημιουργήσει την προσδοκία στους πολίτες ότι στο επόμενο διάστημα δεν θα μειωθούν οι συντάξεις» εκτίμησε ο κύριος Νεκτάριος, στηλιτεύοντας την «επικέντρωση του πολιτικού συστήματος σε ανεδαφικούς βραχυχρόνιους στόχους» και την «αλλεργία των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης στο μακροχρόνιο προγραμματισμό» με την «αέναη αναβολή μιας συστηματικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης».

Η ιδεοληψία του αριστερού πρόσημου

«Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες, η κεφαλαιοποίηση ενός τμήματος του συνολικού συστήματος συντάξεων δεν έχει… αριστερό πρόσημο για το “προοδευτικό” πολιτικό προσωπικό της Μεταπολίτευσης» ανέφερε χαρακτηριστικά. «Οι κύριοι εκπρόσωποι της ιδεοληψίας αυτής έκαναν καριέρα στις τηλεοράσεις τα τελευταία τριάντα χρόνια πρεσβεύοντας τη συνεχή αύξηση των εισφορών, ούτως ώστε να βρεθούν νέοι πόροι για τη χρηματοδότηση των “κατοχυρωμένων δικαιωμάτων”» προσέθεσε, συμπεριλαμβάνοντας τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις μεταξύ των τελευταίων “δικαιωμάτων”. «Υποχρέωσαν τις εργαζόμενες γενιές να πληρώνουν τις υψηλότερες –πλην Ιταλίας– ασφαλιστικές εισφορές σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο: 26% αθροιστικά για κύρια και επικουρική ασφάλιση» κατέληξε.

Μοναδική εξαίρεση

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης («τα πλέον γενναιόδωρα σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο»), η πολυδιάσπαση των ταμείων («εκατοντάδες, και κύριας και επικουρικής ασφάλισης, ενώ η Αμερική των 300 εκατομμυρίων έχει μόνο ένα») και η πρόωρη συνταξιοδότηση («το χόμπι των ελλήνων πολιτικών στην περίοδο της Μεταπολίτευσης») ήταν οι τρεις κυριότεροι παράγοντες επιβάρυνσης του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος. Όπως αποκάλυψε, «η Ελλάδα αποτελούσε μοναδική εξαίρεση μεταξύ όλων των αναπτυγμένων χωρών, με προβλεπόμενα ποσοστά αναπλήρωσης που ξεπερνούσαν το 100%. Στα διεθνή συνέδρια ήταν το ανέκδοτο. Έλεγαν όλοι: “Καλά, τι γίνεται; Πώς είναι δυνατόν η Αμερική να έχει ποσοστά αναπλήρωσης 45% και η Δυτική Γερμανία 50%, όλοι οι άλλοι κάτω από 50% και εσείς πάνω από 100%;”»

Οι ακρότητες

«Η αλήθεια είναι ότι σε όλες τις χώρες του κόσμου τα πολιτικά κόμματα εκμεταλλεύονται τα συστήματα συντάξεων για ψηφοθηρία» παραδέχτηκε ο γνωστός καθηγητής. «Αλλά δεν υπάρχει προηγούμενο με τις ακρότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος» ανέφερε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσε, το 25% των σημερινών συνταξιούχων έχουν ηλικία μικρότερη των 65 ετών, απορροφώντας το 30% των συνολικών παροχών. Μάλιστα, η μέση σύνταξη γι’ αυτούς τους πρόωρα συνταξιοδοτηθέντες (περίπου 1.100 ευρώ) είναι υψηλότερη σε σχέση με τους κανονικούς συνταξιούχους των άνω των 65 ετών (που έχουν μέση σύνταξη 850 ευρώ).

Μακροχρόνια παθογένεια

Γενικότερα, οι συνολικές δαπάνες του συστήματος συντάξεων της χώρας, από 13,5% του ΑΕΠ το 2009, προσεγγίζουν πλέον το 17% του ΑΕΠ – «ένα ακόμη παγκόσμιο ρεκόρ» (σ.σ.: βέβαια, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καταβύθιση του ΑΕΠ, του παρανομαστή του κλάσματος).

Όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων, αυτή κινείται γύρω από το 2,5% του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από το 4,8% του ΑΕΠ το 2000 σε περίπου 9% το 2015. «Επομένως, η υπερβολική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη, αλλά αποτελεί μακροχρόνια παθογένεια του συστήματος» συμπέρανε, προβλέποντας δυσοίωνα ότι «μετά από μια σχεδόν δεκαετία ύφεσης και με μη ορατή την ανάκαμψη της οικονομίας, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για το διανεμητικό σύστημα συντάξεων της χώρας να προσφέρει έστω και στοιχειώδεις παροχές στις απερχόμενες γενιές, χωρίς τις τεράστιες εισροές πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό».

Ο στόχος

«Στόχος της Πολιτείας», είπε ο κύριος Νεκτάριος, «πρέπει να είναι να προσφέρει στους πολίτες ένα δομημένο πλαίσιο μακροχρόνιας αποταμίευσης, το οποίο θα καταλήγει σε ένα συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης 75%». «Σε αντίθεση με το παρελθόν», όπως εξήγησε, «το κράτος δεν πρέπει να αναλάβει το σύνολο της συνταξιοδοτικής προστασίας του πληθυσμού, αλλά να εξασφαλίζει ένα ποσοστό αναπλήρωσης που θα ανέρχεται στο 55% περίπου, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες». Όπως περιέγραψε αναλυτικά, το συγκεκριμένο ποσοστό αναπλήρωσης θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν ο εργαζόμενος εισέφερε 10% για το διανεμητικό σύστημα συντάξεων και 6% σε ένα πλήρως κεφαλαιοποιημένο σύστημα συντάξεων, μετά τη συγχώνευση όλων των υφιστάμενων ταμείων κύριων και επικουρικών συντάξεων στο ΙΚΑ και την ομογενοποίηση των ρυθμίσεων υπολογισμού των εισφορών και των  παροχών για τους ασφαλισμένους όλων των συγχωνευόμενων ταμείων. Σύμφωνα με την ολοκληρωμένη πρότασή του, «οι πολίτες θα πρέπει να φροντίζουν μέσω των προαιρετικών προγραμμάτων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης να συμπληρώνουν το επίπεδο προστασίας που τους προσφέρει το κράτος», για να επιτυγχάνεται ο στόχος ποσοστού αναπλήρωσης 75%.

Σε ερώτηση της Οικονομικής αν το σχετικό πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων μπορεί να γίνει δεκτό από μια άλλη κυβέρνηση, απάντησε ως εξής: «Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Τι είπε η κυβέρνηση; Ότι αυτή η πρόταση δεν έχει αριστερό πρόσημο. Κι έχει δίκιο, βέβαια! Γιατί αυτή η πρόταση κινείται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Στη Σουηδία, όταν εκπονήθηκε, δούλεψαν για περίπου τρία χρόνια όλα τα κόμματα. Έφτιαξαν διακομματικές επιτροπές και μετά από αγώνα έλυσαν το πρόβλημα. Είμαστε οι μόνοι που δεν μπορέσαμε να καθίσουμε σε ένα τραπέζι. Αυτός είναι ο στόχος, λοιπόν. Να γίνει μια προσπάθεια πολιτικού διαλόγου των κομμάτων της χώρας, ώστε να αποτελέσει αυτή η πρόταση βάση συναίνεσης. Ελπίζουμε και ευχόμεθα…»



«Όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα της ελληνικής οικονομίας, ο λόγος του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ ήταν ήδη στο 127%. Αυτό ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα, γιατί σήμαινε ότι η ελληνική οικονομία δεν είχε όπλα στη φαρέτρα της, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επελαύνουσα κρίση» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Οικονομίδης στην ομιλία του: «Δημόσιο Χρέος και Δημοσιονομική Πολιτική».

Η μεγάλη τραγωδία

«Από το 2001 έως το 2008, η ελληνική οικονομία μεγεθυνόταν κατά μέσο όρο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Κι αυτό είναι η μεγάλη τραγωδία. Γιατί πάνω-κάτω την εποχή εκείνη (2002-2008), που υπήρχε κατά κάποιο τρόπο περίσσευμα, η οικονομία “έτρεχε” πρωτογενή ελλείμματα» εξήγησε ο αναπληρωτής καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Όταν το προϊόν στην οικονομία αυξανόταν και ήταν ευκαιρία για το κράτος να κάνει αποταμίευση, το κράτος δεν έκανε αποταμίευση αλλά σπατάλη» διαπίστωσε με απογοήτευση, υπογραμμίζοντας ότι «την περίοδο της άνθησης το κράτος όφειλε να έχει πρωτογενή πλεονάσματα για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει αυτή την αποταμίευση, όταν η κρίση θα χτυπούσε την πόρτα της οικονομίας».

Πολιτικά ανέφικτο

«Παρότι το ευκταίο θα ήταν να υπάρχει ονομαστική απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, εντούτοις εγώ προσωπικά, ως οικονομολόγος, αλλά και οι περισσότεροι οικονομολόγοι –και μακάρι να διαψευστούμε– δεν πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο είναι πολιτικά εφικτό, διότι απλούστατα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους πολιτικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν οι άλλες κυβερνήσεις που μας έχουν δανείσει» εκτίμησε μιλώντας για το πολυσυζητημένο «κούρεμα», προβλέποντας όμως ότι «μπορούν να υπάρξουν άλλες παρεμβάσεις, όπως επιμήκυνση της διάρκειας του δημοσίου χρέους ή περίοδος χάριτος όσον αφορά στην αποπληρωμή του κ.ο.κ., που θα ελαφρύνουν το βάρος του δημοσίου χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας».

Σε ερώτηση της Οικονομικής για την υποχρέωση της Ελλάδας να δημιουργεί 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018, ο κύριος Οικονομίδης απάντησε ως εξής: «Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα υψηλό ποσοστό. Η κρίσιμη ερώτηση, ωστόσο, δεν είναι αν το 3,5% είναι ένα λογικό ποσοστό – που σας απαντώ ευθέως ότι δεν είναι, αλλά μπορεί ίσως να το δεχτεί κανείς για μια ή δύο περιόδους, εφόσον υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις. Η κρίσιμη ερώτηση αφορά στα μέσα οικονομικής πολιτικής που θα επιλεγούν, προκειμένου ο όποιος στόχος σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα να επιτευχθεί. Αν η δημοσιονομική προσαρμογή βασιστεί, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, κυρίως σε αύξηση φόρων, απλά το 3,5% (αλλά και έστω κάποιος άλλος λιγότερο φιλόδοξος στόχος) δεν θα επιτευχθεί – έτσι κι αλλιώς». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του έθεσε τον πήχη πιο χαμηλά: «Είναι πιο ρεαλιστικό να υποθέσει κανείς ότι, για τα επόμενα δέκα χρόνια, θα έχουμε λογικά πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξης του 0,5% ή του 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο». Σε δεύτερη ερώτησή μας, για το μέτρο βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που έθεσε πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 15% του ΑΕΠ στις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης, δήλωσε ότι το θεωρεί «υψηλό ποσοστό με βάση τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας».

Ένας αστικός μύθος

«Υπάρχει η αντίληψη ότι η Ελλάδα δανείζεται ακριβά. Αυτό, θα μου επιτρέψετε να πω, είναι ένας αστικός μύθος» είπε αποτιμώντας τους όρους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. «Διότι, αν η Ελλάδα δανειζόταν όπως οι αγορές θα τη δάνειζαν, θα έπρεπε να δανείζεται στην καλύτερη περίπτωση με ένα επιτόκιο 6% – και αυτό υπό προϋποθέσεις», όπως εξήγησε. «Η Ελλάδα δανείζεται αυτήν τη στιγμή φθηνότερα απ’ ό,τι δανείζεται η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία, που ήταν σε παρόμοια προγράμματα. Φθηνότερα απ’ ό,τι δανείζεται η Ιταλία. Μεσοσταθμικά, με λίγο παραπάνω από 2%, από τους επίσημους πιστωτές. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο» υπογράμμισε, καταλήγοντας ότι «τα περιθώρια περαιτέρω μείωσης του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται η χώρα μας είναι περιορισμένα».

Η επίπτωση της χιονοστιβάδας

«Εξαιτίας μόνο της ύφεσης, όχι των δανειακών αναγκών, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ το 2009, 20 ποσοστιαίες μονάδες το 2011, 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2012 κ.ο.κ.» ανέφερε ο Γιώργος Οικονομίδης, περιγράφοντας το λεγόμενο στους οικονομικούς κύκλους «φαινόμενο της χιονοστιβάδας», δηλαδή την «προς τα πάνω κλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ εξαιτίας της μεγάλης ύφεσης». «Άρα η κρίσιμη μεταβλητή, αν θέλουμε κάποια στιγμή η χώρα μας να ξεφύγει από τη δαμόκλειο σπάθη του υπερβολικού δημοσίου χρέους, είναι η οικονομική μεγέθυνση» ήταν το συμπέρασμά του.

Μια μπάλα που (δεν) φουσκώνει

«Οι περισσότεροι πολιτικοί και δημοσιογράφοι που συζητάνε για την οικονομική ανάπτυξη σού δίνουν την αίσθηση πως αντιλαμβάνονται την οικονομική μεγέθυνση σαν μία διαδικασία στην οποία απλά πατάς ένα κουμπί και η μπάλα της ανάπτυξης αρχίζει ξαφνικά να φουσκώνει», είπε χαρακτηριστικά, «ίσως επηρεασμένοι από το πρότυπο της κρατικοδίαιτης, και στηριγμένης στην αλόγιστη πιστωτική επέκταση, ανάπτυξης που βίωσε η χώρα μας στο παρελθόν». «Δεν είναι έτσι! Διότι η οικονομική μεγέθυνση, που αντανακλά διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας μίας οικονομίας, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο. Πρέπει να βρούμε ποιες είναι οι μηχανές σε κάθε οικονομία οι οποίες θα πυροδοτήσουν τη διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης. Τι είναι αυτό που θα τραβήξει το κάρο μπροστά; Το κάρο δεν τραβιέται από μόνο του – πρέπει να κάνεις και κάτι» υπογράμμισε, συμπληρώνοντας ότι «επειδή ακριβώς είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία, παίρνει χρόνο να αποκαταστήσεις ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, σταθερούς, βιώσιμους και ισχυρούς».

Πώς θα τραβηχτεί το κάρο

Σύμφωνα με τον ομιλητή, το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, ο αποτελεσματικός δημόσιος τομέας, οι ανταγωνιστικές αγορές προϊόντος και εργασίας, τα μη στρεβλωτικά εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής, τα αποτελεσματικά συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, τα κίνητρα για επενδύσεις και αποταμίευση και η αναδιαμόρφωση της παραγωγής προς τον εμπορεύσιμο τομέα είναι, μεταξύ άλλων, «σύμφωνα με τις υφιστάμενες εμπειρικές μελέτες και τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές, τις οποίες η χώρα μας οφείλει να ακολουθήσει», οι σημαντικότερες… «μηχανές οικονομικής μεγέθυνσης», οι ενδιάμεσοι δηλαδή στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οικονομική Επιθεώρηση» τον Μάιο του 2016:





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου